- κογχικός
- η , ό[ν] глазничный, относящийся к глазнице
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κογχικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην κόγχη, ιδίως τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο] … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… … Dictionary of Greek
υψικογχία — η, Ν σχηματισμός τής κόγχης τού οφθαλμού, κατά τον οποίο ο κογχικός δείκτης εμφανίζει μεγαλύτερο το ύψος τού οφθαλμικού κόγχου σε σχέση με την εγκάρσια διάμετρο τής βάσης του, όπως λ.χ. τών Εσκιμώων, τών Μογγόλων κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» +… … Dictionary of Greek